Γ. Ρίτσος

Λεύκωμα Γιάννη Ρίτσου

Ανάλυση ποιημάτων
1. Ο τόπος μας
2. Ρωμιοσύνη






Ο τόπος μας



ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στη συλλογή Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη και είναι γραμμένο στις 13 Δεκεμβρίου 1967 στο Παρθένι της Λέρου, όπου είχε εξοριστεί ο ποιητής από τη δικτατορία.


                       
   Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
      τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
10    Πώς έγινε και μ΄ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ΄ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
15  με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι 
       βγαίνουν τα’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.


Στη «Ρωμιοσύνη» το λυρικό εγώ του ποιητή έχει εξαφανιστεί˙ στο ποίημα «Ο τόπος μας» συναιρείται στο «εμείς». Μέσα στους πολλούς κι ο ποιητής, που ανεβαίνει στο λόφο, για ν’ αντικρίσει τον τόπο μας: όχι τόσο αυτόν που βλέπει γύρω του, όσο αυτόν που έχει συντηρήσει στη μνήμη. Μαζί με τους άλλους βλέπει και διαλογίζεται. Σ’ ολόκληρο το ποίημα εναλλάσσονται αυτά που βλέπει κι αυτά που διαλογίζεται.
                Α) Τι βλέπει. Από το λόφο ο ποιητής βλέπει όλα τα υλικά αντικείμενα του τόπου μας ή εικόνες της ζωής του: χωράφια (φτωχικά και μετρημένα), πέτρες, λιόδεντρα – αμπέλια που απλώνονται ως τη θάλασσα –

μια μικρή φωτιά δίπλα στ’ αλέτρι – ένα σκιάχτρο για τις κάργιες με τα ρούχα του παππουλή

– ένα ψάθινο καπέλο που φέγγει κάτω από τις λεύκες – ένα πετεινό πάνω στο φράχτη – μια αγελάδα (μέσα) στο κίτρινο – την καπνιά πάνω στ’ ανώφλια απ’ τα κεριά του Πάσχα – σα μικροί σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση.

                Αυτά που βλέπει ο ποιητής είναι το περιβάλλον μας, ο οικείος ελληνικός χώρος μέσα στον οποίο ζούμε. Τον κόσμο ο ποιητής δεν τον βλέπει μόνο με κριτήριο την ωραιότητα του, τη γραφικότητά του. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Μέσα όμως από την πεζολογική παράθεσή τους ανακύπτουν εικόνες από την ελληνική φύση, την καθημερινή ζωή και την παράδοσή μας (λ.χ. εικόνα της φύσης: αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα˙ εικόνες ζωής ή της παράδοσης: του παππουλή τα ρούχα τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες – δίπλα στ’ αλέτρι καπνίζει μια μικρή φωτιά – πάνω στ’ ανώφλια είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα). Όλα όμως αυτά που βλέπει ή αναπλάθει με τη μνήμη ξυπνούν το παρελθόν, φέρνουν στην επιφάνεια μνήμες λησμονημένες, που οδηγούν τον ποιητή σε διαλογισμούς. Οι εικόνες αυτής της φύσης ή της ζωής είναι περισσότερο προβολή του παρελθόντος κι αποτελούν έναυσμα των σκέψεων και διαλογισμών του ποιητή.
Β) Τι διαλογίζεται. Επειδή οι διαλογισμοί του ποιητή έχουν ως έναυσμα τις εικόνες της φύσης ή της ζωής, που έχει μπροστά του ή αναπλάθει με τη μνήμη, γι’ αυτό δεν είναι συνεχόμενοι, αλλά διακόπτουν το περιγραφικότερο του ποιήματος, από το οποίο απορρέουν συγκινησιακά.

Ι. Οι μέρες μας παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες: Οι προηγούμενενς εικόνες της φύσης ή της ζωής κινητοποιούν τη μνήμη κι ανακαλούν όλη τη ζωή που πέρασε μέσα σ’ αυτά τα φτωχικά και μετρημένα χωράφια, τις πέτρες, τα λιόδεντρα, τ’ άμπέλια, το όργωμα με τα’ αλέτρι, τα σκιάχτρα με τα ρούχα των αγαπημένων του (εδώ του παππουλή – είναι η πιο οικεία εικόνα του ποιήματος).  Όλα αυτά ανακαλούν την περασμένη ζωή κι οδηγούν στην πικρή διαπίστωση: αγωνιστήκαμε στη ζωή μας για λίγο ψωμί˙ σ’ αυτή την πορεία μας μας θέρμαιναν οι μεγάλες λιακάδες, οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
ΙΙ. Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε το σπίτι μας και τη ζωή μας; Ο πρώτος διαλογισμός των στ. 5 και 6 είναι διαποτισμένος από πίκρα, που εκφράζεται με λιτότητα και υπαινικτικότητα. Την ίδια λιτότητα στον ποιητικό λόγο παρατηρούμε και στο δεύτερο διαλογισμό του ποιητή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι πως διατυπώνεται με μια ευθεία απορηματική πρόταση, που υποδηλώνει μια διαπίστωση πικρή για κάτι που έχει ήδη συντελεστεί σε ό,τι έχει σχέση με την τακτοποίηση του σπιτικού μας και της ζωής μας και β) είναι φορτισμένος περισσότερο συγκινησιακά˙ το πέτρινο χέρι είναι ένα χέρι μηχανικό, ψυχρό, κρύο. Διαβάζοντας το στίχο έχουμε την αίσθηση αυτής της κρυερής και παγερής φροντίδας του για το σπιτικό μας και τη ζωή μας.[1]




ΙΙΙ.                                                                Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
15 με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό  πηγάδι    
    βγαίνουν τα’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Ο τρίτος διαλογισμός είναι απόρροια των προηγούμενων στίχων. Το «πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος» δεν εκφράζει την άποψη μόνο του ποιητή. Ακόμη κι οι πεθαμένοι ξυπνούν παρακινημένοι απ’ αυτή την αγάπη. Για να τον αγαπήσεις όμως πρέπει να έχει υπομονή και περηφάνεια. Υπομονή, γιατί μόνο μ΄ αυτή θα δεις σιγά σιγά τις αρετές του. Περηφάνεια, γιατί, αν έχεις υπομονή και δεις ό,τι σου προσφέρει (φυσικά η αγάπη γι΄ αυτόν τον τόπο απορρέει από την επαφή του με τον κόσμο του, που παραπάνω είδαμε), τότε θα νιώσεις υπερηφάνεια, που τον κατοικείς. Μια τέτοια αγάπη υπαινίσσεται και η εικόνα των αγαλμάτων, που ανεβαίνουν κάθε βράδυ πάνω στα δέντρα. Τα αγάλματα κι οι νεκροί εικονίζουν μορφές του παρελθόντος˙ τα πρώτα είναι τα δημιουργήματα των ανθρώπων, οι νεκροί είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Με το να επιστρέφουν απ’ την Ανάσταση ή να ανεβαίνουν  πάνω στα δέντρα (να επανέρχονται δηλαδή στη ζωή) εκφράζουν την ακατανίκητη επιθυμία να ξαναζήσουν την προηγούμενη ζωή τους σ’ αυτό τον τόπο.


Τάκη Καρβέλη, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας, 31993, σσ. 133-136





[1] (Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
 το σπίτι μας και τη ζωή μας

ταχτοποιήσαμε, δηλαδή, τη ζωή μας χωρίς ευαισθησία, με σκληρότητα
Αναφέρεται στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία. Δεν μπορεί να πιστέψει τα όσα τράβηξε ο λαός μεταπολεμικά. Συγυρίσαμε: όλοι είμαστε υπεύθυνοι για το τι συνέβη.

Άλλη ερμηνεία: αν και το χέρι ήταν πέτρινο (σκληρό, όχι ικανό, όχι κατάλληλο), καταφέραμε και βάλαμε μια σειρά στη ζωή μας. Το βάρος πέφτει στο συγυρίσαμε).











Κείμενα για την κατανόηση του ποιήματος 

1ο κείμενο
Για την κατανόηση του ποιήματος επιλέξαμε ως κείμενο αναφοράς τη σχετική ανάλυση του φιλόλογου Τάκη Καρβέλη, από το πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο (και για μαθητές και για καθηγητές) βιβλίο του Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη.
Ερμηνευτική προσέγγιση του ποιημάτος του Γ. Ρίτσου «Ρωμιοσύνη», ΚΝΛ. Β’ Λυκείου, σσ. 234-23
Ρωμιοσύνη
                            (Ενότητα Ι)
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη
    του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
      πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια
      γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
      με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
      νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.



Τα δύο ποιήματα [αναφέρεται και στο ποίημα «Ο τόπος μας»]  που ανθολογούνται στο εγχειρίδιο της Β’ Λυκείου προέρχονται από διαφορετικές [ποιητικές] συλλογές κι εκφράζουν τις εμπειρίες διαφορετικών χρονικών περιόδων. Η ποιητική σύνθεση της «Ρωμιοσύνης» έγινε κατά το 1945-47, ενώ του ποιήματος «Ο τόπος μας» η ημερομηνία σύνθεσής του μας φέρνει είκοσι χρόνια αργότερα: 13-12-1967. Προτού προχωρήσουμε στην ερμηνευτική προσέγγιση των ποιημάτων, θεώρησα σκόπιμο να επισημανθούν α) οι κοινές ή αντίστοιχες αφετηρίες τους και β) οι διαφοροποιήσεις τους ως προς τις κοινές αφετηρίες τους.



Παρατηρούμε τα εξής.


Όπως είδαμε, η «Ρωμιοσύνη» συντέθηκε από το 1945-1947, σε μια περίοδο γεμάτη από συνταρακτικά γεγονότα στην Ελλάδα: το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, ύστερα από το έπος της κατοχής (1941-1944) και τις ελπίδες που εξέθρεψε για έναν καλύτερο κόσμο, οδηγείται στην ήττα. Όταν, επομένως, ο Ρίτσος γράφει τη «Ρωμιοσύνη» εκφράζει τις εμπειρίες του από την τραγική εκείνη περίοδο. Μέσα από τα προσωπικά του βιώματα θα περάσει στην ποίησή του όλο το μεγαλείο της εθνικής αντίστασης του ελληνικού λαού στην Κατοχή και η δραματική κατάληξη της, που η κορυφαία στιγμή της είναι η ήττα και η παράδοση του ΕΛΑΣ με τη συμφωνία της Βάρκιζας. (Φεβρουάριος 1945). Από το 1945 όμως ως το 1947, το σκηνικό στην Ελλάδα, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζεται ως εξής: πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στις τάξεις του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου διώκονται, η τρομοκρατία οργιάζει, οι πολιτικές αντιθέσεις και τα πάθη οξύνονται. Φυσιολογική κατάληξη όμως αυτής της ανώμαλης πολιτικά κατάστασης είναι ο εμφύλιος πόλεμος, που ήδη έχει αρχίσει, όταν τελειώνει η σύνθεση της «Ρωμιοσύνης». Διαβάζοντας το, επομένως, θα συναντήσουμε τον απόηχο από το έπος της κατοχής, τη συντριβή της Αντίστασης και (πιθανώς) το νέο αντάρτικο κίνημα.







Μια παράλληλη χρονική στιγμή έχει ως αφετηρία του και το ποίημα «Ο τόπος μας». Η Ελλάδα στενάζει κάτω από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου [1967]. Ο ποιητής είναι εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου






ΙΙ) Και στα δύο ποιήματα το ενδιαφέρον του ποιητή εστιάζεται στο ελληνικό τοπίο, στον τόπο μας. Το ελληνικό τοπίο, όπως το βλέπει ο ποιητής, είναι συνυφασμένο με τους ανθρώπους, που το κατοικούν (στη «Ρωμιοσύνη» με τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό, στο ποίημα «Ο τόπος μας» ανάμεσα στο λαό). Όπως θα δούμε, μέσα σ΄αυτό το ελληνικό τοπίο ο ποιητής ανακαλύπτει παντού τη σύνδεση με το ελληνικό παρελθόν, που είναι συνεχώς παρόν.



            Ως προς τα στοιχεία που τα διαφοροποιούν [τα δύο ποιήματα] παρατηρούμε τα εξής:


1.      Όταν ο Ρίτσος συνθέτει τη «Ρωμιοσύνη», εκφράζει τις νωπές εμπειρίες του από την Κατοχή και τη δύσκολη μετακατοχική περίοδο. Η επική αντίσταση του ελληνικού λαού, το δράμα που διαδραματίζεται στην μετακατοχική Ελλάδα με κορυφαία αφετηρία την ήττα του ΕΛΑΣ, αποτελούν για τον ποιητή βιώματα νωπά. Ζει και ο ίδιος ακόμα, παρά τη συντριβή, με το όραμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κατοχής. Μέσα σ’ αυτό τον αγώνα του ελληνικού λαού βλέπει το έπος του σύγχρονου ελληνισμού, της «Ρωμιοσύνης». Στη «Ρωμιοσύνη», παρά τις οποιεσδήποτε ήττες και απογοητεύσεις, ο ποιητής γράφει κάτω από την επήρεια ενός αγωνιστικού παρόντος. Αντίθετα, το ηρωικό αυτό παρόν δεν αποτελεί υπόβαθρο του ποιήματος «Ο τόπος μας». Γι’ αυτό και η μνήμη του ποιητή λειτουργεί διαφορετικά στα δύο ποιήματα: στο πρώτο λειτουργεί ως μνήμη φυλετική που εστιάζεται κυρίως στους ηρωικούς αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία˙ στο δεύτερο λειτουργεί ως μνήμη απλώς ιστορική, όπου το παρόν ανακαλεί το παρελθόν.





2.     Τα δύο ποιήματα διαφέρουν ριζικά στην ποιητική τους γραφή. Όπως θα δούμε, η σύνθεση της «Ρωμιοσύνης» έχει κάτι το επικό. Με τη «Ρωμιοσύνη» ο ποιητής προσπαθεί να αναπλάσει το ηρωικό παρελθόν με ποιητική γραφή, όπου συνυπάρχουν αντίλαλοι από το δημοτικό τραγούδι και τους σύγχρονους τρόπους υπερρεαλιστικής γραφής. Την επικότητα του ποιήματος εξυπηρετεί η γλώσσα κι ο έντονος ρυθμός που δεσπόζει στη σύνθεση του στίχου. Αντίθετα, στο «Ο τόπος μας» διαφαίνεται όλη η ωρίμανση της ποιητικής γραφής του Ρίτσου. Η γλώσσα του έχει γίνει πιο ρεαλιστική και κοινή, η γραφή περισσότερο πυκνή και υπαινικτική.









Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,             
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

5              Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

10           Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη
                     του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
                πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
15           μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
20           έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια
                    γένια τους
25           όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
                      ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
30           ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

35           Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
              βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

40           Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
45           για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


1.       «Ρωμιοσύνη»
1.       Ολόκληρη η ποιητική σύνθεση αποτελείται από εφτά ενότητες. Στο σχολικό εγχειρίδιο έχει ανθολογηθεί ολόκληρη η πρώτη ενότητα.

2.      Σ’ όλη την ενότητα (αλλά και σ’ όλο το ποίημα) το λυρικό εγώ έχει εξαφανιστεί. Επικρατεί κυρίως το γ’ πληθυντικό πρόσωπο (αορίστου ή ενεστώτα), που προσιδιάζει στην αφηγηματική – επική φύση του ποιήματος.

3.       Σε δύο μέρη μπορεί να διαιρεθεί το ποίημα˙
Πρώτο μέρος: Στ. 1-16
Δεύτερο μέρος: Στ. 17-45
Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί το ελληνικό τοπίο, στο δεύτερο οι άνθρωποι.
Η διάκριση, βέβαια, αυτή δεν είναι απόλυτη γιατί
α) σε ορισμένους στίχους του πρώτου μέρους προβάλλονται οι άνθρωποι (στ. 13-16) και
β) σε όλη την ανθολογούμενη ενότητα, όπως και σε ολόκληρη την ποιητική σύνθεση, το ελληνικό τοπίο αποτελεί το βάθρο, όπου ζουν και αγωνίζονται οι άνθρωποι.

Πρώτο μέρος: Στ. 1-16

Διακρίνεται σε δυο επιμέρους ενότητες (στ. 1-4, 5-16)

α) Στ. 1-4. Παίζουν το ρόλο ενός εισαγωγικού προανακρούσματος στο θέμα. Δημιουργούν τη γενική ατμόσφαιρα του ποιήματος και δίνουν τις πρώτες εικόνες για τη φύση του τοπίου και των ανθρώπων. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγεί κυρίως η πανομοιότυπη συντακτική δομή του κάθε στίχου, που με την επανάληψή της ο ποιητής εκφράζει την ψυχική του ένταση. Αντικείμενο της ψυχικής του έντασης και ενατένισης είναι το ελληνικό τοπίο κι οι άνθρωποί του. Για να πετύχει την έκφραση αυτής της έντασης, ο ποιητής δε διστάζει να επαναλάβει ορισμένες λέξεις ή να δώσει στους στίχους την ίδια συντακτική δομή, που ακολουθεί το εξής σχήμα:
Υποκείμενο + ρήμα + επιρρ. προσδιορισμός
Yποκείμενο  + ρήμα+ επιρ. Προσδιορισμός

Υποκείμενο: όλα τα υποκείμενα είναι ουσιαστικά συγκεκριμένα˙ των στίχων 1-2 έχουν σχέση με το φυσικό τοπίο (τα δέντρα, οι πέτρες), ενώ των στίχων 3-4 με τους ανθρώπους (τα πρόσωπα, οι καρδιές). Επιθετικός προσδιορισμός όλων αυτών των υποκειμένων είναι πάντοτε η δεικτική αντωνυμία σε πληθυντικό αριθμό, άλλοτε ουδετέρου και άλλοτε θηλυκού γένους. Είναι τοποθετημένη πάντοτε στην αρχή του στίχου.
Ρήμα: Συνοδεύεται σε όλους τους στίχους από το αρνητικό μόριο δε(ν) και είναι πάντοτε το ίδιο [βολεύονται].
Προσδιορισμοί: Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί εκφραστικά διαφοροποιούνται, νοηματικά όμως αποδίδουν ό,τι θέλει να τονίσει ο ποιητής από την αρχή του ποιήματος.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:
Α) Με την πανομοιότυπη συντακτική δομή των 4 πρώτων στίχων (στο εξής σχήμα: δεικτική αντωνυμία + υποκ. + ρήμα με το αρνητικό μόριο δε + επιρρηματικός προσδιορισμός), όπου επαναλαμβάνονται συνεχώς η ίδια δεικτική αντωνυμία και αρνητικά το ίδιο ρήμα, ο στίχος αποκτά μια ένταση που απηχεί την ψυχική ένταση του ποιητή.

β) Οι 4 πρώτοι στίχοι αποτελούν και εισαγωγή στον πυρήνα του ποιήματος. Όπως συμβαίνει στην ποίηση, ο λόγος του ποιητή δεν είναι ποτέ άμεσος, αλλά έμμεσος και υπαινικτικός. Λειτουργεί με σύμβολα. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα (έμψυχα ή άψυχα) εξαφανίζονται. Υπάρχουν και μάλιστα πολύ ζωντανά. Λειτουργούν όμως σε δύο επίπεδα, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό. Αντιπροσωπεύουν κάτι. Έτσι τα δέντρα και οι πέτρες είναι αντιπροσωπευτικά στοιχεία του ελληνικού φυσικού τοπίου. Το ίδιο και ο ουρανός. Το ελληνικό τοπίο είναι συνυφασμένο μ’ ένα άπλετο ουρανό, που κατά τον ποιητή αποτελεί και το βασικό στοιχείο ύπαρξης των δέντρων˙ αν όμως για τα δέντρα βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο άπλετος ουρανός (έτσι αναπνέουν ελεύθερα), για τις πέτρες (κύριο συστατικό του ελληνικού τοπίου) είναι η ελευθερία, η απαλλαγή από κάθε ξένο κατακτητή. Για τους ανθρώπους (στ. 3-4) βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο ήλιος (στοιχείο φυσικό και πνευματικό συνάμα) και το δίκιο (στοιχείο καθαρά πνευματικό). Φυσικά, εκείνο που εκφράζουν τα φυσικά στοιχεία αναφέρεται στους ανθρώπους. Τοπίο όμως και πρόσωπα είναι άρρηκτα συνδεμένα. Γι’ αυτό και ζουν με τους ίδιους κανόνες ύπαρξης: τα δέντρα θέλουν άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες θέλουν ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.

γ) στ. 5-16. Όλη η δεύτερη ενότητα των στίχων του πρώτου μέρους αποτελεί στην ουσία ανάπτυγμα του στίχου που αρχίζει κι αυτός με δεικτική αντωνυμία:
ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή
                Απ’ αυτή τη σκληρότητα θ’ απορρεύσει η ένδεια και η στέρηση, βασικά συστατικά του ελληνικού τοπίου, όπου κυριαρχεί το φως.

Με τους στ. 5-9 έχουμε μια ιδιαίτερη αίσθηση του ελληνικού τοπίου, που κύρια χαρακτηριστικά του είναι η σκληράδα, το ανελέητο φως του ήλιου, που εδώ ο ποιητής το βλέπει κυρίως σαν ένα στοιχείο που ξεραίνει τα πάντα, θα το αποδώσει με τις φράσεις «τα πυρωμένα λιθάρια», «τις ορφανές ελιές», «μονάχα φως», «ο δρόμος χάνεται στο φως», Η στέρηση και η ένδεια είναι συνυφασμένες επίσης με αυτές τις εικόνες.

                Από το στ. 10 το τοπίο γίνεται εκφραστής του παρελθόντος, που συνεχώς μπλέκεται με το παρόν. Η μετατόπιση από το παρελθόν στο παρόν γίνεται με το μαρμάρωσαν που χρησιμοποιείται μεταφορικά: όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία (τα δέντρα, τα ποτάμια), αλλά κι οι ανθρώπινες φωνές (οι φωνές) μαρμάρωσαν (ακινητοποιήθηκαν, έμειναν όπως ήταν) λουσμένες στον ήλιο (με το να τα λούζει ο ήλιος παρουσιάζεται σαν να τ’ ασβεστώνει˙ ασβέστης είναι το φως του ήλιου).

Στο στ. 11 η λέξη «μάρμαρο» παραπέμπει στο παρελθόν˙ τα υπολείμματα του παρελθόντος είναι τόσο πολλά, που η ρίζα του κάθε φυτού σκοντάφτει σε κάτι παλιό. Στους στίχους 11-13 ο λόγος γίνεται πυκνότερος, ελλειπτικότερος και κοφτός. Στις φράσεις «τα σκονισμένα σκοίνα» «Το μουλάρι κι βράχος» λείπει το ρήμα (λογικά είναι το σκοντάφτουν). Το ρήμα «λαχανιάζουν» δεν έχει υποκείμενο. Ο λόγος εδώ με την ελλειπτικότητα και την ασάφειά του αποκτά κάποια ένταση, που σκοπό έχει να τονίσει αυτή τη συνύπαρξη του παρελθόντος με το παρόν, το λαχάνιασμα, την αγωνία, τη δίψα των πάντων (έμψυχων κι άψυχων). Η ένταση αυτής της δίψας (κυριολεκτικής και μεταφορικής) και της στέρησης συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό στο στ. 13, όπου το «μια μπουκιά ουρανό» θέλει να δείξει πως είναι το μόνο στοιχείο που έχουν απλόχερα. Η φράση «χρόνια τώρα» δείχνει βέβαια τη χρονική διάρκεια, αλλά ταλαντεύεται ανάμεσα στην προηγούμενη (όλοι διψάνε) και την επόμενη πρόταση.
                Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια παρομοίωση: όπως φαντάζει ένα κυπαρίσι το λιόγερμα ανάμεσα σε δυο βουνά, έτσι είναι σφηνωμένη (και φαντάζει) μια βαθιά χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια τους, σημάδι της αγρύπνιας (που, όπως θα φανεί απ’ το δεύτερο μέρος, οφείλεται στο συνεχή πόλεμο και τον αγώνα). Το ότι τα φρύδια τους αντιστοιχούν στα δύο βουνά μάς μεταφέρει στον κόσμο του έπους. Η βαθιά χαρακιά της αγρύπνιας και το κυπαρίσσι έχουν αντίστοιχο φόντο: το κοκκίνισμα των ματιών και το κόκκινο φως του ήλιου στη δύση του. Έτσι, με την επική αυτή εικόνα, το πρώτο μέρος κλείνει παρουσιάζοντας τους αγωνιστές σε μια διαρκή ένταση πολεμική.




Δεύτερο μέρος Στ. 17-45



α) Είδαμε πώς τελειώνει το πρώτο μέρος. Αν στο τέλος του πρώτου μέρους η ένταση του πολέμου εκφράστηκε με μια παρομοίωση, στην αρχή του δεύτερου θα εκφραστεί σε έξι στίχους (17-22), που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η δύναμη των εικόνων τους. Στους τρεις πρώτους στίχους (στ. 17-19) η ένταση (εξωτερική και εσωτερική) και η διάρκεια του αγώνα δίνεται με εικόνες, που παρουσιάζουν τον άρρηκτο δεσμό ψυχής – χεριού - ντουφεκιού˙ το καθένα είναι συνέχεια του άλλου. Η εικόνα της ακατάπαυστης αυτής προσπάθειας και του ασταμάτητου αγώνα ολοκληρώνεται με δυο ακόμα εικόνες, του θυμού και του καημού τους. Φυσικά εδώ πρόκειται για ένα επαναστατικό θυμό (αφού αυτοί, στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής και δεν τους κατονομάζει ρητά, είναι οι αγωνιστές, οι αντάρτες της Κατοχής). Όσο για τον καημό τους, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι συσσωρεύει επιθυμίες ανεκπλήρωτες όχι μόνο σύγχρονες, αλλά αιώνων. Ας επισημάνουμε ότι ο θυμός εκφράζεται με τα χείλη κι ο καημός φωλιάζει μες στα μάτια τους, σαν ένα αστέρι σε μια γούβα από αλάτι.







β) Με τους στίχους 17-22 έχουμε μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα του κάθε πολεμιστή (κυρίαρχα στοιχεία τους: ένταση ψυχής και κορμιού, που διαρκώς πολεμά – χείλη γεμάτα θυμό και μάτια βαθουλωμένα από τον καημό). Από το στ. 23-45 θα παρακολουθήσουμε τους αγώνες τους σε όλη την κλιμάκωσή τους. Στους στίχους αυτούς αντικαθρεφτίζεται η ψυχική τους μεγαλοσύνη (στ. 23-26), οι ακατάπαυ(σ)τοι αγώνες τους (τόσα χρόνια) με τίμημα την πείνα, τη δίψα και το θάνατο (οι αγώνες αυτοί κλιμακώνονται από το στ. 27-39) κι η μετάδοση του αγωνιστικού πνεύματος (όλοι σκοτώνονται, και κανένας δεν πέθανε), που αναπτερώνει τις ελπίδες για το μέλλον (στ. 40-45). Προτού προχωρήσουμε, πρέπει να επισημανθεί ότι το ποίημα αναφέρεται στους σύγχρονους αγώνες. Πολλές φορές όμως έχεις την αίσθηση πως μέσα στους αγώνες αυτούς συναιρείται κι ολόκληρο το παρελθόν. Μια τέτοια συναίρεση το χρόνου μπορεί να επισημάνει κανείς στους στίχους 27-28. Ας επανέλθουμε όμως στην επιμέρους ανάλυσή μας.




1.       Στ. 23-26. Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους αντικαθρεφτίζεται η ψυχική τους μεγαλοσύνη, αποπνέουν την αισιοδοξία και την εμπιστοσύνη του ποιητή. Αρχίζουν πάντοτε με μια χρονική πρόταση [όταν…], που η καθεμιά ανταποκρίνεται σε μια καίρια κατάσταση της ζωής τους, που μπορεί να δοθεί με το ουσιαστικό αγώνας, χαμόγελο, ύπνος, θάνατος. Αγωνίζονται με τέτοια σιγουριά, που τη μεταδίνουν και στον ήλιο. Το χαμόγελό τους (έκφραση της ψυχής τους) γίνεται μικρό χελιδόνι που το μεταφέρει παντού. Με τη φράση «δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους» ο ποιητής θέλει να δώσει όλο τον ονειρικό και μαγικό κόσμο του ύπνου τους. Ο θάνατός τους δεν οδηγεί στην ήττα και τη συντριβή. Αντίθετα, ενδυναμώνει την έφεση για αγώνα και ζωή.


2.       Στ. 27-39. Οι στίχοι αγκαλιάζουν όχι μόνο το παρόν, αλλά και το παρελθόν. Κυρίαρχο στοιχείο τους οι ακατάπαυστοι αγώνες τους, ειρηνικοί ή πολεμικοί. Κινούνται σ’ ένα κλίμα, που διαφοροποιείται έντονα από το κλίμα των προηγούμενων στίχων: στους στ. 23-26 σιγουρεύουν τον ήλιο, ο θάνατός τους αποτελεί βεβαίωση πως η ζωή τραβάει τον ανηφορικό της δρόμο˙ αντίθετα από το στ. 27 ο επικός αυτός τρόπος γραφής υποχωρεί σ’ έναν πιο ρεαλιστικό και γι’ αυτό περισσότερο δραματικό [τρόπο έκφρασης]. Μεταφερόμαστε έτσι στο χώρο της ειρηνικής ζωής, που βέβαια δεν αποκλείει και το χώρο της πολεμικής. Εκείνο που απομένει απ’ όλο αυτό τον ακατάπαυστο αγώνα είναι η πίκρα κι ο θάνατος (στ. 31-34). Αν στους στίχους αυτούς θα θέλαμε να επισημάνουμε υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής, θα τον εντοπίζαμε κυρίως στους στ. 24, 25 και 31.

3.       Στ. 35-37. Το κλίμα των προηγούμενων στίχων συνεχίζεται κι εδώ. Οι στίχοι είναι αρκετά υπαινικτικοί και υποδηλώνουν τη θλίψη του ποιητή για τη συντριβή του ένοπλου αγώνα. Το ότι βέβαια παρουσιάζονται «πετρωμένοι πάνω στα καραούλια» δηλώνει τη συνέχιση του αγώνα τους. Μέσα στη νύχτα, όμως που την καπνίζουν, τη ρουφούν. Απέναντί τους έχουν το μανιασμένο πέλαγο (στοιχείο εχθρικό), «όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού». Η εικόνα αυτή ασφαλώς εκφράζει μια τραυματική εμπειρία του ποιητή κι υποδηλώνει συντριβή του οράματος τους. Εξακολουθούν δηλαδή και πολεμούν έχοντας μπροστά τους κατατσακισμένο το όραμα τους.

4.       Στ. 38-39. Η κλιμάκωση του αγώνα, που φτάνει ως το έσχατο όριο συνεχίζεται. Δεν έχουν να φάνε, ούτε να πολεμήσουν. Τους απόμεινε μόνο η καρδιά τους.

5.       Στ. 40-45. Η τελευταία ενότητα του ποιήματος τελειώνει, ύστερα από την κάμψη των στ. 27-39, μ’ έναν τόνο αισιοδοξίας κι εμπιστοσύνης στο μέλλον. Αν στους στ. 40-41 επαναλαμβάνονται οι στ. 27-28 (που αναφέρονται στην κάμψη του ακατάπαυστου αγώνα τους), αυτό γίνεται για να τονιστεί η αντίθεση: κανένας δεν πέθανε, που σημαίνει: ζουν στη μνήμη των άλλων που συνεχίζουν τον αγώνα. Στα καραούλια τώρα δε βλέπουνε το κατατσακισμένο όραμά τους˙ αφήνουν τη λάμψη των ματιών τους. Ο στ. 43 υποδηλώνει τη συνέχιση του επαναστατικού τους αγώνα και οι 44,45 προμηνύουν την ελπίδα και την ειρήνη, που τα σήματά τους εκπέμπουν σ’ όλο τον κόσμο τα περιστέρια.

Τάκη Καρβέλη, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας, 31993, σσ. 125-133



1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία η ιστοσελίδα σας πρώτη φορά βρίσκω συνομηλίκους μου να ενδιαφέρονται για την πραγματική κουλτούρα χαιρετίσματα από την Κρήτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή