Σάββατο 21 Μαρτίου 2020


Η επιδημία γρίπης στη Σκύρο το 1918, που αφάνησε μεγάλο μέρος των κατοίκων και τα Βρικολακονήσια του Αιγαίου 

 

Η επιδημία γρίπης στη Σκύρο το 1918, που αφάνησε μεγάλο μέρος των κατοίκων και τα Βρικολακονήσια του Αιγαίου

https://www.stereanews.gr/2018/03/11/%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CF%81%CE%AF%CF%80%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%BF-%CF%84%CE%BF-1918-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%86%CE%AC/#prettyPhoto


Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019


κι ύστερα τίποτε, μήτε κατάρες μήτε επευφημίες, μόνη μορφή ελευθερίας η σιωπή

                                                                                                           Γιάννης Ρίτσος
19 Oκτώβρη 2019

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017


θα δω καμένες όλες τις σκηνές – σαν να ’ταν φιλμ που πήρε φως από το μέλλον Μέσ’ από τούτο το γραφτό λέω να επιστρέψω πάλι εκεί: στον κάτω δρόμο του Άι-Γιώργη, που χώριζε τους λαχανόκηπους απ’ τη μεγάλη αλάνα του γηροκομείου με τα δέντρα: τα πεύκα εκείνα τα θεόρατα, που οι κορμοί τους γέρναν προς το νότο, καθώς βοριάδες χρόνων τα φυσούσανε με δύναμη• βοριάδες που κατέβαιναν, ψηλά, απ’ τις χοάνες των πανάρχαιων βουνών κι έβρισκαν τόπο ανοιχτό απ’ τη μεριά της λίμνης. Mέσα από τούτο το γραφτό λέω να επιστρέψω πάλι εκεί, κι ας μη γίνεται: στον κάτω δρόμο του Άι – Γιώργη, λέω, που χώριζε τους λαχανόκηπους απ’ τη μεγάλη αλάνα του γηροκομείου με τα δέντρα: τα πεύκα εκείνα τα θεόρατα, οι κορμοί τους γέρναν προς το νότο, βοριάδες χρόνων τα φυσούσανε με δύναμη• βοριάδες που κατέβαιναν, ψηλά, απ’ τις χοάνες των πανάρχαιων βουνών κι έβρισκαν τόπο ανοιχτό απ’ τη μεριά της λίμνης. Λέω να γυρίσω πάλι εκεί• και τώρα είμαι, ήδη, πίσω: σε χρόνο παρελθόντα κι απ’ το άσπρο του χαρτιού, στην σκόνη την ψιλή που τύλιγε τον αλευρόμυλο του Σάλτα: εκεί, στη βορινή πλευρά του δρόμου, μέσα στην άγρια πρασινάδα. Λέω να γυρίσω πάλι εκεί στον αλευρόμυλο του Σάλτα, στη βορινή πλευρά του δρόμου. Πρόκειται για χρόνο παρελθόντα. Θα τυλιχτώ στο άσπρο του χαρτιού, σκονισμένος από τον αλευρόμυλο και θα στέκομαι στη βορινή πλευρά μέσα στην άγρια πρασινάδα του δρόμου, της σκόνης και του χαρτιού. Βλέπω ξανά στο άνοιγμα, με το άσπρο σύννεφο της σκόνης, ζώα κι ανθρώπους βιαστικούς: φαντάσματα παλιά που ζωντανεύουν πάλι. Μπαίνουν και βγαίνουν από κει σπασμωδικά – σαν σε ταινία του βωβού, κι ο Παύλος Σάλτας, πίσω από τα τζάμια του γκισέ, κοιτάζει, απορημένος, προς το μέρος μου, μα είμαι σίγουρος ότι καθόλου δεν με βλέπει. κι ο Παύλος Σάλτας, πίσω από τα τζάμια του γκισέ, κοιτάζει, απορημένος, προς το μέρος μου, μα είμαι σίγουρος ότι καθόλου δεν με βλέπει. Και όλα τούτα γίνονται ώρα μεσημεριού, μα, πράγμα όμως παράδοξο, μοιάζει σαν να ’ναι νύχτα. Στέκω, απέναντι, στο ανάχωμα, με τα μπαλώματα των χόρτων και κοιτώ κι αμέσως ύστερα, γυρίζοντας, ανηφορίζω προς τα δέντρα. Στο ανάχωμα έχω σταθεί. Απέναντι στη σκόνη. Είναι χόρτα που μπαλώνουν το έδαφος. Κοιτάζω. Γυρνώντας ανηφορίζω προς τα δέντρα. Με βηματάκια απίστευτα αργά τη διασχίζω την αλάνα και κάθε τόσο, σκύβοντας, παρατηρώ, προσεχτικά το χώμα. Στιγμές στιγμές αναλογίζομαι: Τι άραγε να θέλω τώρα εδώ; Τι είναι αυτό που ψάχνω τόσην ώρα; παρατηρώ, προσεχτικά το χώμα. Στιγμές στιγμές αναλογίζομαι: Τι άραγε να θέλω τώρα εδώ; Τι είναι αυτό που ψάχνω τόσην ώρα; Αέρας σπρώχνει τα φυλλώματα προς τη μεριά που, μια εβδομάδα αργότερα, θα δω καμένες όλες τις σκηνές – σαν να ’ταν φιλμ που πήρε φως από το μέλλον – και τις γυναίκες, με τα μαύρα, να θρηνούν τραβώντας τα μαλλιά τους: «Λέλε, Περσεφόνη μου!. Λέλε, Γιαννάκη, Όι! Φίδια που μ’ έφαγαν… Ιώ και Όι!» Θα δω μετά και τα νερά: μαύρα νερά του κάρβουνου, γεμάτ’ αποκαΐδια• να τρέχουν, σαν ποτάμια, στην κατηφοριά, σκεπάζοντας τον τόπο όλο. Μια βδομάδα αργότερα είναι που θα μιλήσει η μοίρα μέσ’ από κείνη τη φωτιά, μα τώρα εγώ είμαι ακόμη εδώ – στη μέση της αλάνας – κι ανηφορίζω προς τα κει, παρατηρώντας το έδαφος, δίχως να ξέρω τ’ είν’ αυτό που ψάχνω ακριβώς: αν είναι πράγμα που έχασα – στεφάνι, τόπι ή μπίλια από χρωματιστό γυαλί – αν είναι, τέλος πάντων, κάποιο απ’ τα παιχνίδια της παλιάς ζωής ή είναι αυτό που αναζητώ, κομμάτι χρόνου αμείλικτου, που το ’ζησα και πάει και που το χάνω, τώρα, ακόμη μια φορά, καθώς το φέρνω πίσω με τη μνήμη. Όχι. Δεν πρέπει να ’ταν πράγμα αυτό που έψαχνα εκεί, γιατί έχω φύγει, ήδη, σ’ άλλο τόπο. Σε μέρος άλλο βρίσκομαι και σ’ άλλο χρόνο, τώρα, ψάχνω. Είμαι στην πίσω του μεριά – του τόπου άραγε ή του χρόνου; – κι όλο κοιτάζω στα ψηλά ένα παλιό φεγγάρι: φεγγάρι πάγου που κατρακυλά πίσω από ξέφτια σύννεφου. Το φως διακοπτόμενο – καθώς περνάει από τις γρίλιες τ’ ουρανού – ράβει, ξανά, της μνήμης τα μπαλώματα και βλέπω, πάλι απ’ την αρχή, ακέραιες εκείνες τις εικόνες. Εικόνες απ΄ την έντρομη ζωή, όταν ο χρόνος έγραφε και τ’ αποτύπωνε για λίγο – με τη δική του λάμψη – τα γυμνά κορμιά στα νυχτωμένα τους δωμάτια: κορμιά που, κάθε τόσο, πάσχιζαν να βρούνε επαλήθευση, το ένα πάνω στο άλλο, χτυπώντας, με περίσσια ορμή, το ανάμεσα κενό, χωρίς ποτέ να το συντρίβουν. Βρίσκομαι τώρα πίσω εκεί, χωμένος στο παλιό παλτό που γύρισε άξαφνα το μέσα έξω, και περιμένω πάλι απ’ την αρχή να μεγαλώσει ο άλλος κι όχι εγώ. Γιατί εγώ το γνώριζα καλά ετούτο το παιχνίδι. Την είχα φέρει ήδη από τότε τη ζωή μου ως εδώ, γι’ αυτό κι ο άλλος , τώρα, επιστρέφει πάλι πίσω. Εμένα ψάχνει, μα δεν πρόκειται ποτέ να με βρει, γιατί εγώ είμαι αυτός κι εκείνος δεν με βλέπει. Νίκος Χουλιαράς

σκόνη. Είναι χόρτα που μπαλώνουν το έδαφος. Κοιτάζω. Γυρνώντας ανηφορίζω προς τα δέντρα. Με βηματάκια απίστευτα αργά τη διασχίζω την αλάνα και κάθε τόσο, σκύβοντας, παρατηρώ, προσεχτικά το χώμα. Στιγμές στιγμές αναλογίζομαι: Τι άραγε να θέλω τώρα εδώ; Τι είναι αυτό που ψάχνω τόσην ώρα; παρατηρώ, προσεχτικά το χώμα. Στιγμές στιγμές αναλογίζομαι: Τι άραγε να θέλω τώρα εδώ; Τι είναι αυτό που ψάχνω τόσην ώρα; Αέρας σπρώχνει τα φυλλώματα προς τη μεριά που, μια εβδομάδα αργότερα, θα δω καμένες όλες τις σκηνές – σαν να ’ταν φιλμ που πήρε φως από το μέλλον – και τις γυναίκες, με τα μαύρα, να θρηνούν τραβώντας τα μαλλιά τους: «Λέλε, Περσεφόνη μου!. Λέλε, Γιαννάκη, Όι! Φίδια που μ’ έφαγαν… Ιώ και Όι!» Θα δω μετά και τα νερά: μαύρα νερά του κάρβουνου, γεμάτ’ αποκαΐδια• να τρέχουν, σαν ποτάμια, στην κατηφοριά, σκεπάζοντας τον τόπο όλο. Μια βδομάδα αργότερα είναι που θα μιλήσει η μοίρα μέσ’ από κείνη τη φωτιά, μα τώρα εγώ είμαι ακόμη εδώ – στη μέση της αλάνας – κι ανηφορίζω προς τα κει, παρατηρώντας το έδαφος, δίχως να ξέρω τ’ είν’ αυτό που ψάχνω ακριβώς: αν είναι πράγμα που έχασα – στεφάνι, τόπι ή μπίλια από χρωματιστό γυαλί – αν είναι, τέλος πάντων, κάποιο απ’ τα παιχνίδια της παλιάς ζωής ή είναι αυτό που αναζητώ, κομμάτι χρόνου αμείλικτου, που το ’ζησα και πάει και που το χάνω, τώρα, ακόμη μια φορά, καθώς το φέρνω πίσω με τη μνήμη. Όχι. Δεν πρέπει να ’ταν πράγμα αυτό που έψαχνα εκεί, γιατί έχω φύγει, ήδη, σ’ άλλο τόπο. Σε μέρος άλλο βρίσκομαι και σ’ άλλο χρόνο, τώρα, ψάχνω. Είμαι στην πίσω του μεριά – του τόπου άραγε ή του χρόνου; – κι όλο κοιτάζω στα ψηλά ένα παλιό φεγγάρι: φεγγάρι πάγου που κατρακυλά πίσω από ξέφτια σύννεφου. Το φως διακοπτόμενο – καθώς περνάει από τις γρίλιες τ’ ουρανού – ράβει, ξανά, της μνήμης τα μπαλώματα και βλέπω, πάλι απ’ την αρχή, ακέραιες εκείνες τις εικόνες. Εικόνες απ΄ την έντρομη ζωή, όταν ο χρόνος έγραφε και τ’ αποτύπωνε για λίγο – με τη δική του λάμψη – τα γυμνά κορμιά στα νυχτωμένα τους δωμάτια: κορμιά που, κάθε τόσο, πάσχιζαν να βρούνε επαλήθευση, το ένα πάνω στο άλλο, χτυπώντας, με περίσσια ορμή, το ανάμεσα κενό, χωρίς ποτέ να το συντρίβουν. Βρίσκομαι τώρα πίσω εκεί, χωμένος στο παλιό παλτό που γύρισε άξαφνα το μέσα έξω, και περιμένω πάλι απ’ την αρχή να μεγαλώσει ο άλλος κι όχι εγώ. Γιατί εγώ το γνώριζα καλά ετούτο το παιχνίδι. Την είχα φέρει ήδη από τότε τη ζωή μου ως εδώ, γι’ αυτό κι ο άλλος , τώρα, επιστρέφει πάλι πίσω. Εμένα ψάχνει, μα δεν πρόκειται ποτέ να με βρει, γιατί εγώ είμαι αυτός κι εκείνος δεν με βλέπει. Νίκος Χουλιαράς

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

«Marcher: Une philosophie» (Περπάτημα: Μια φιλοσοφία), του Frederic Gros

Σήκω, άνοιξε το μυαλό σου και …περπάτα

0
 16 0+10 0
Η "φιλοσοφία της περπατήματος", μιας εξαιρετικά απλής τακτικής που μπορεί να αλλάξει τον νου και την ζωή του ανθρώπου -και που εξάλλου συνέβαλλε στην αναρρίχηση πολλών μεγάλων φιλοσόφων.
Σήκω, άνοιξε το μυαλό σου και …περπάτα
Το να καταφύγουμε στο να κάνουμε περισσότερες βόλτες στο νέο έτος, ακούγεται σαν να προτρέπουμε τον κόσμο να πάρει έναν υπνάκο παραπάνω –να επιλέγουμε την τεμπελιά αντί για την δουλειά.

Πολλοί ευφυείς άνθρωποι δεν το βλέπουν όμως έτσι. Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα το 2011 ήταν το «Marcher: Une philosophie» (Περπάτημα: Μια φιλοσοφία), του Frederic Gros, Παριζιάνου Καθηγητή και εκδότη έργων του Μισέλ Φουκώ. Ο κ. Gros παρατηρεί ότι οι πλέον παραγωγικοί συγγραφείς και φιλόσοφοι –Ρουσώ, Καντ, Ρεμπώ, Ρ. Λ. Στήβενσον, Νίτσε, Τζακ Κέρουακ- υπήρξαν επίσης ακαταπόνητοι περιπατητές.
Η εύκολη απάντηση είναι ότι είχαν δίκιο οι μητέρες που συμβούλευαν ότι «ένα καλό, δυναμικό περπάτημα θα καθαρίσει το κεφάλι σου!». Όταν περπατάς, αφήνεις πίσω πολλά βάρη της καθημερινότητας, αν και συλλέγεις των άλλων. Όταν περπατάς, πολλά πράγματα που μοιάζουν ευλογοφανή μετατρέπονται σε αστήριχτα και πολλά πράγματα που μοιάζουν απίθανα γίνονται αληθινά. Και αυτό είναι που κάνουν οι ευφυείς συγγραφείς.

Φυσικά, δεν είναι όλα τα περπατήματα ίδια. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα randonnees (πεζοπορία) και τα promenades (περίπατοι). Οι αλητείες του Νίτσε στα αλπινικά δάση δεν είναι το ίδιο με τους αργούς περιπάτους του Καντ κάθε απόγευμα στο Κόνισμπεργκ, όπου πρόσεχε να μην αναπνέει από την μύτη (γιατί το θεωρούσε ανθυγιεινό) και να μην ιδρώνει (γιατί το θεωρούσε αηδιαστικό). 
Ο Ρεμπώ έφτιαξε το όνομά του ως ποιητής όταν περπάτησε από το Σαρλβιλ στο Παρίσι, αλλά αυτό συνέπεσε με τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Όταν τελείωσαν τα λεφτά του, υποχρεώθηκε να διασχίσει εχθρικά μέτωπα για να φτάσει σπίτι του. Πέρασε τις τελευταίες ημέρες του στην Μασσαλία περιμένοντας ένα τεχνητό πόδι με το οποίο θα αντικαθιστούσε εκείνο που έχασε όταν μολύνθηκε διασχίζοντας την ανατολική Αφρική.

Το παράδοξο της μεγάλης λογοτεχνικής αξίας του περπατήματος, είναι ότι το νόημα έρχεται όταν ο αφηγητής σταματά να περπατά και επανεντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο. Το ίδιο το περπάτημα σπάνια είναι φοβερά ενδιαφέρον. Ο κ. Gros το αντιλαμβάνεται αυτό. Δεν αποκαλεί το περπάτημα βαρετό, αλλά παραδέχεται ότι είναι μονότονο.

Οπότε, πώς γίνεται μια τόσο μονότονη δραστηριότητα ελκυστική για τους βαθιά σκεπτόμενους; Κατά τον κ. Gros, σε μια βόλτα μπορεί να συμβούν μαγικά πράγματα. «Αυτή η αίσθηση υπέρβασης που δίνει το περπάτημα, έρχεται όταν πια μετά δυσκολίας σηκώνεις τα πόδια σου από το έδαφος, το μυαλό σου είναι τόσο γεμάτο, που ξεχνάει να λάβει υπόψη πόσο εξαντλημένα είναι τα πόδια.»

Η εξάντληση είναι εξαγνιστική, γιατί μειώνει την περηφάνια. Το να ξεφύγεις για λίγες ημέρες ή ακόμη και για λίγες ώρες, σημαίνει να αφήσεις πίσω αυτά για τα οποία νοιάζεσαι, όπως και να αφήσεις πίσω την ίδια σου την ταυτότητα και έτσι, μπορείς να δοκιμάσεις νέους τρόπους σκέψης.

Υπάρχει και πρακτική πλευρά. Η προετοιμασία για μια βόλτα σε υποχρεώνει να κάνεις τι ξεκαθάρισμα ανάμεσα σε αυτά που χρειάζεται (βασικά να προστατευθείς από το κρύο και την πείνα) και εκείνα που θέλεις. Επίσης κάνει το ξεκαθάρισμα ανάμεσα στο τι είναι παροδικό και τι είναι μόνιμο. Και «το να αντιμετωπίσουμε κάτι που έχει διάρκεια, μας αποστασιοποιεί από τα εφήμερα νέα που μας κατακλύζουν καθημερινά.»

Το πιο σημαντικό μάθημα που διδάσκει το περπάτημα στον συγγραφέα είναι ότι, αν και υπάρχουν ορισμένες υποχρεώσεις που δεν γίνεται να εξαφανιστούν, αυτές οι υποχρεώσεις συχνά αποδεικνύονται λιγότερο δύσκολες απ’όσο νομίζαμε. Υπάρχουν καταστάσεις που μοιάζει αδύνατο να πραγματοποιηθούν, αλλά εντέλει είναι δυνατόν να υλοποιηθούν αν τις προσεγγίσουμε με μικρά, πρακτικά βήματα. 
«Ότι κι είναι, θα χρειαστεί χρόνο,» αναφέρει ο κ. Gros όσον αφορά τα δύσκολα σημεία της πεζοπορίας. «Σε κάθε περίπτωση, το βράδυ θα έρθει και τότε τα πόδια εντέλει θα έχουν καταπιεί με μικρές, συνεχόμενες μπουκιές, την απόσταση που έμοιαζε αδύνατο να καλυφθεί.»


Ο αρθρογράφος είναι senior editor της The Weekly Standard 

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή



Ποίηση Φώτη Αγγουλέ

Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει

κι' άδειο κανίσκι ειν' η καρδιά και μαύρη γύρω μου ίσκιοι

Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι χαρά που μου 'χεις λείψει

μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή

μητ' όσο στη κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη ζωή πολύ πάρα πολύ αγαπήσει

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Η επινόηση του διανοουμένου

Η επινόηση του διανοουμένου


ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Προδημοσίευση από το βιβλίο Διανοούμενοι και νεωτερικότητα, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Εξάρχεια

Με αφετηρία τον Εμίλ Ζολά και την παρέμβασή του στην υπόθεση Ντρέυφους, ο Πιερ Μπουρντιέ αναπτύσσει την άποψη μιας επινόησης του διανοουμένου, προκειμένου μάλλον να διαχωρίσει την έννοια του διανοουμένου από εκείνη του συγγραφέα-καλλιτέχνη. Γράφει σχετικά με το εγχείρημα του Ζολά να παρέμβει δραστικά στο πολιτικό πεδίο με ιδιαίτερο βάρος και αξιώσεις: «Για να το πετύχει αυτό χρειάστηκε να δημιουργήσει μια καινούρια μορφή, τη μορφή του διανοουμένου, επινοώντας για τον καλλιτέχνη μια αποστολή προφητικής ανατροπής, αδιαχώριστα πολιτικής και πνευματικής, ικανής να εμφανίζει όλο αυτό που οι αντίπαλοί του περιέγραφαν ως αποτέλεσμα ενός χυδαίου ή εκφυλισμένου γούστου ως αισθητική, ηθική και πολιτική στάση και μάλιστα τέτοια ώστε να μπορεί να βρει στρατευμένους υποστηρικτές».i 

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ελευθερία είναι αυτή που θα έρθει

οι παλιοί μας φίλοι; ένταξει, για πάντα φύγαν.

οι σημερινοί; θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση;

ελευθερία